ακουστικότητα

ακουστικότητα
η [ακουστικός]
1. η ιδιότητα του ακουστικού, αυτού που αναφέρεται στην ακοή
2. (ειδικότ.) η ιδιότητα ενός χώρου να ευνοεί ή όχι τη μετάδοση σε όλα του τα σημεία τού ήχου που παράγεται σε ένα από αυτά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ακουστικότητα — η η ικανότητα ενός χώρου, οργάνου ή μέσου να μεταδίνει τους ήχους σ όσους ακούνε: Η αίθουσα αυτή δεν έχει καλή ακουστικότητα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακουστικός — ή, ό (AM ἀκουστικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αίσθηση τής ακοής ή στο ακουστικό όργανο 2. ο κατάλληλος για την αίσθηση τής ακοής νεοελλ. 1. (για τύπους προσώπων) ο ευαίσθητος στις ακουστικές αντιλήψεις 2. το θηλ. ως ουσ. η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”